Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σβηστήρας — ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν η γομολάστιχα· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω με επιθήματα τήρας / τήρι(ον) / τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ τήρας, σουρω τήρι, κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
σβηστήρι — το, Ν βλ. σβηστήρας … Dictionary of Greek